Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντς το [pónts] Ο (άκλ.) : είδος κοκτέιλ που παρασκευάζεται με χυμό φρούτων, ζάχαρη, ζεστό νερό, μυρωδικά και κάποιο αλκοολούχο ποτό, συνήθ. κρασί ή ρούμι.
[λόγ. επίδρ. στη λ. πόντσι < ιταλ. ponc(e) -ι < αγγλ. punch (ίσως από τα ινδικά)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόντσο το [póntso] Ο (άκλ.) : είδος επανωφοριού των ινδιάνων της Kεντρικής και Nότιας Aμερικής. || αντίστοιχο ένδυμα τετράγωνου ή στρόγγυλου σχήματος, χωρίς μανίκια, με άνοιγμα στη μέση για το κεφάλι, που πέφτει ελεύθερα πάνω στο σώμα και που φοριέται ως επανωφόρι ιδίως από γυναίκες και παιδιά: ~ μάλλινο / πολύχρωμο / με κρόσια.
[αγγλ. poncho < ισπαν. poncho (από γλ. των Ινδιάνων)]