Combined Search
220 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- πολύ [polí] επίρρ. ποσ. : 1α. σε μεγάλο βαθμό, σε μεγάλη ένταση, ποσότη τα: Δουλεύει / τρώει / κοιμάται / πάχυνε ~. Tον εκτιμώ / τον αγαπώ / τον λυπάμαι / με ενοχλεί ~. Xαίρομαι / στενοχωριέμαι / δυσαρεστούμαι ~. Διαφέρω / μοιάζω ~. || Λυπάμαι ~, αλλά δεν μπορώ να σας εξυπηρετή σω. Ευχαριστώ / παρακαλώ ~! (έκφρ.) κατά ~: Είναι κατά ~ ανώτερος / καλύτερος / κατώτερος / χειρότερος. το ~, για να δηλωθεί ανώτατο ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο: Tο ~ να στοιχίσει εκατό χιλιάδες. Σε μια ώρα το ~ θα έχουμε τελειώσει, το αργότερο. το ~ ~: α. για να δηλωθεί ανώτα το ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο: Θα στοιχίσει το ~ ~ ένα χιλιάρικο. β. σε έσχατη ανάγκη, σε ακραία περίπτωση: Tο ~ ~ να πάμε με τα πόδια. χαίρω* ~. ΦΡ πάει ~, ξεπερνάει τα όρια ανοχής. ~ μου / σου κτλ. πέφτει*. || με το επιτατικό πάρα, υπερβολικά: Έφαγα / χάρηκα πάρα ~. β. για (μεγάλη) απόσταση: Tο σπίτι του απέχει ~ από το κέντρο της πόλης. 2. (χρονικά) επί μακρό, μεγάλο χρονικό διάστημα: Tο ταξίδι μου θα διαρκέσει ~. Bιάζομαι, δε θα μείνω ~. Άργησα ~ να πάω. || (έκφρ.) επί / για ~, για μεγάλο χρονικό διάστημα: Δε θα περιμένω επί / για ~ ακόμα. 3. σχηματίζει περιφραστικά τον απόλυτο υπερθετικό βαθμό: α. επιθέτων και μετοχών: ~ καλός / όμορφος / άσχημος / ενοχλητικός / ευγενικός / θρασύς. || (επιτατικά, με το πάρα): Πάρα ~ γρήγορος / μεγάλος. || (επιτατικά, με επανάληψη) πάρα πολύ: Είναι ~ ~ όμορφο. β. επιρρημάτων: ~ σωστά / αργά / νωρίς / καλά. Kάθεται ~ μακριά. Έφυγε ~ βιαστικά. || (επιτατικά, με το πάρα): Πάρα ~ γρήγορα / αργά / καλά. || (επιτατικά, με επανάληψη) πάρα πολύ: Περάσαμε ~ ~ ωραία. 4. επιτείνει το συγκρι τικό βαθμό: α. επιθέτων και μετοχών: ~ καλύτερος / χειρότερος / περισσότερος. β. επιρρημάτων: ~ νωρίτερα / αργότερα. 5. σε διάφορες συνήθ. στερεότυπες εκφράσεις λίγο* ~. ούτε* λίγο ούτε ~. ποιος λίγο*, ποιος ~. δε θέλει ~ (για) να, για να δηλώσει κτ. που γίνεται με την παραμικρή αφορμή: Δε θέλει ~ (για) να θυμώσει. ~ που
, καθόλου (δεν): ~ που με νοιάζει / με ενδιαφέρει!
[αρχ. πολύ, ουδ. του επιθ. πολύς]
- πολυ- [poli] & πολύ- [polí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. (με β' συνθετικό μππ.) έχει δεχτεί ή υποστεί πολλές φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~αγαπημένος, ~βασανισμένος, ~διαβασμένος, ~δουλεμένος, ~παιγμένος. || συχνά αρνητικά με την έννοια της υπερβολής, όταν νοηματικά το επιτρέπει το β' συνθετικό: ~κουρντισμένος, ~παιγμένος, ~πλυμένος, ~τεντωμένος, ~φορεμένος. β. χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλών από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γράμματος, ~πρόσωπος· πολύπλευρος, ~σέλιδος, ~σύλλαβος, πολύτεκνος, πολύστροφος. ANT μονο-, ολιγο-. γ. με β' συνθετικό ρηματικό παράγωγο: ~μαθής, ~κάτεχος, ~λογάς, που έχει μάθει, κατέχει, λέει πολλά. δ. (σε παρατακτική σύνθεση): ~ποίκιλος. 2. σε σύνθετα ρήματα πάντα με αρνητική εκφορά: ~αγαπώ, ~αρέσω, ~θέλω, ~συζητώ, ~ψάχνω: π.χ. Δε μου πολυαρέσει / δεν πολυθέλω / μην το πολυψάχνεις, δε μου αρέσει πολύ, δεν το θέλω πολύ, μην το ψάχνεις πολύ. 3. (νεολ.) σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει ότι η σύνθετη λέξη έχει σε μεγάλο βαθμό τις ιδιότητες ή τις δυνατότητες που συνεπάγεται το ουσιαστικό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~αυτοκίνητο, ~βιβλιοθήκη, ~θέαμα, ~κατάστημα, ~κλινική, ~μίξερ. 4. (επιστ.) α. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση ή ανωμαλία κατά την οποία παρατηρείται η ύπαρξη ή η ανάπτυξη των στοιχείων που εκφράζει το β' συνθετικό σε αριθμό μεγαλύτερο από τον κανονικό: ~δακτυλία, ~θηλία, ~μαστία, ~ορχιδία. || επικίνδυνη εξάπλωση της παθολογικής κατάστασης που εκφράζει το β' συνθετικό: ~αρθρίτιδα, ~νευρίτιδα. β. (χημ.) σε οργανικές ενώσεις με κοινό χαρακτηριστικό την πολυμέρεια: ~αιθυλένιο, ~σακχαρίτης.
[1α, γ, 2: αρχ. πολυ- θ. του επιθ. πολύ(ς) ως α' συνθ., παραγωγικό ρ., επιθ. και παρασυνθέτων ουσ.: αρχ. πολυ-μήχανος, πολυ-πραγμονῶ· 1β, δ: λόγ. < αρχ. πολυ-: αρχ. πολύ-τεκνος· 3: λόγ. < γαλλ. poly- < αρχ. πολυ-: πολυ-κλινική < polyclinique & μτφρδ. διεθ. multi-: πολυ-βιταμίνες, πολυ-μέσα < αγγλ. multivitamins, multimedia (η δημιουργία μη κτητικών συνθέτων που στηρίζεται σε ολόκληρο τον κλιτό τύπο του ουσ. είναι έξω από τους κανόνες της ελλην. γλώσσας)· 4: λόγ. < διεθ. poly- < αρχ. πολυ-: πολυ-δακτυλία, πολυ-μερή < γαλλ. polydactylie, polymères]
- πολυαγαπημένος -η -ο [poliaγapiménos] Ε3 : που τον αγαπούν πολύ, που αισθάνονται γι΄ αυτόν μεγάλη, ιδιαίτερη αγάπη: Aφιερώνω αυτό το βιβλίο στους πολυαγαπημένους μου γονείς. H πολυαγαπημένη μας πατρίδα. || προσφώνηση (κυρ. σε επιστολές) προς οικείους παραλήπτες: Πολυαγαπημένο μου παιδί. Πολυαγαπημένη μου μητέρα. Πολυαγαπημένε μου πατέρα. Πολυαγαπημένε μου φίλε.
[πολυ-1α + αγαπημένος μππ. του αγαπώ]
- πολυαγαπώ [poliaγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (σε αρνητικές προτάσεις) αγαπώ πολύ κπ. ή κτ.: Δεν τον πολυαγαπούσε τον πατέρα του.
[πολυ-2 + αγαπώ]
- πολυάγκιστρο το [poliángistro] Ο41 : το αλιευτικό όργανο παραγάδι.
[λόγ. < ελνστ. πολυάγκιστρον]
- πολυαιθυλένιο το [polieθilénio] Ο42 : (χημ.) πλαστική ύλη, που παράγεται με πολυμερισμό από το αιθυλένιο και χρησιμοποιείται βιομηχανικά στην κατασκευή ανθεκτικών προϊόντων: Mονάδα / εργοστάσιο παραγω γής πολυαιθυλενίου. Πλαστικοί σάκοι από ~.
[λόγ. < γαλλ. polyéthylène < poly- = πολυ- + éthylène = αιθυλένιο]
- πολυαίμακτος -η -ο [poliémaktos] Ε5 : που είναι πολύ αιματηρός. ANT αναίμακτος: Πολυαίμακτη μάχη / σύγκρουση.
[λόγ. < αρχ. πολυαίματος με επίδρ. του αναίμακτος]
- πολυαμιδικός -ή -ό [poliamiδikós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από πολυαμίδιο, που το περιέχει στη σύνθεσή του.
[λόγ. πολυαμίδ(ιον) -ικός]
- πολυαμίδιο το [poliamíδio] Ο42 : (χημ.) είδος πλαστικής ύλης με ευρεία χρήση: Tο μπουφάν έχει 20% ~ και 80% βαμβάκι.
[λόγ. < διεθ. poly- = πολυ- + amid (-id = -ίδιο)]
- πολυανδρία η [polianδría] Ο25 : 1. η ύπαρξη περισσότερων ανδρών σε σχέση προς τις γυναίκες. ANT λειψανδρία. 2. (σπανιότατος σήμερα) θεσμός, σύμφωνα με τον οποίο μια γυναίκα μπορεί να έχει περισσότερους από έναν συζύγους.
[λόγ.: 1: ελνστ. πολυανδρία `πολυανθρωπία΄· 2: σημδ. γαλλ. polyandrie < ελνστ. πολυανδρία]