Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυ
220 εγγραφές [31 - 40]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυγλωσσία η [poliγlosía] Ο25 : 1. το να χρησιμοποιεί ένας ομιλητής ή μια γλωσσική κοινότητα περισσότερες από δύο γλώσσες (ή και διαλέκτους): Στην Ελβετία υπάρχει ~. 2. η αδυναμία μιας ομάδας να εκφραστεί με ενιαίο και συνεκτικό τρόπο, λόγο: Στην κυβέρνηση επικρατεί μια απαράδεκτη ~.

[λόγ. < ελνστ. πολυγλωσσία (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύγλωσσος -η -ο [políγlosos] Ε5 : 1. ομιλητής ή γλωσσική κοινότητα, που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί περισσότερες από δύο γλώσσες (ή διαλέκτους): Ο υποψήφιος είναι ~, έμπειρος και καλά καταρτισμένος. H Ελβετία είναι πολύγλωσση χώρα. 2. που είναι διατυπωμένος σε πολλές γλώσσες: Πολύγλωσσο λεξικό. ~ τουριστικός οδηγός.

[λόγ. < ελνστ. πολύγλωσσος, αρχ. σημ.: `με πολλές φωνές, που δίνει πολλές μαντείες΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύγνωμος -η -ο [políγnomos] Ε5 : που δεν μπορεί να καταλήξει σε μια άποψη, απόφαση, που παλινδρομεί ανάμεσα σε πολλές γνώμες για το ίδιο θέμα, αναποφάσιστος.

[πολυ- + γνώμ(η) -ος (πρβ. ελνστ. πολύγνωμος `πολύ σώφρονας΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύγνωρος -η -ο [políγnoros] Ε5 : που έχει πολλές γνώσεις, που ξέρει πολλά πράγματα, πολύπειρος.

[πολυ- + γνώρ(α) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυγράφηση η [poliγráfisi] Ο33 : η πράξη, η διαδικασία της αναπαραγωγής ενός κειμένου στον πολύγραφο: Aναλαμβάνονται δακτυλογραφήσεις, πολυγραφήσεις.

[λόγ. πολυγραφη- (πολυγραφώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύγραφος ο [políγrafos] Ο20α : μηχάνημα που αναπαράγει σε μεγάλο αριθμό αντίγραφα από ένα πρωτότυπο κείμενο γραμμένο πάνω σε ειδική μεμβράνη.

[λόγ. < γερμ. Ρolygraph < poly- = πολυ- + -graph = -γράφος με μετακ. τόνου για διάκρ. από το πολυγράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυγράφος -ος -ο [poliγráfos] Ε14 (κυρ. στον υπερθ.) : (για συγγραφέα) που έχει γράψει πολλά έργα: Πολυγραφότατος συγγραφέας / ποιητής / ιστορικός.

[λόγ. < ελνστ. πολυγράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυγραφώ [poliγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : αναπαράγω ένα κείμενο στον πολύγραφο: H προκήρυξη πολυγραφήθηκε και μοιράστηκε στους συγκεντρωμένους. Πολυγραφημένο κείμενο.

[λόγ. πολύγραφ(ος) -ώ (διαφ. το ελνστ. πολυγραφῶ `γράφω σε έκταση΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυγωνικός -ή -ό [poliγonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται σε πολύγωνο: Πολυγωνικό σχήμα. 2. που έχει πολλές γωνίες: Πολυγωνικό τραπέζι / κτίριο.

[λόγ. πολύγων(ον) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύγωνο το [políγono] Ο40 : επίπεδο και ευθύγραμμο γεωμετρικό σχή μα που έχει περισσότερες από τέσσερις γωνίες (κορυφές) και ισάριθμες πλευρές: Επίπεδο / κυρτό / στρεβλό / σφαιρικό ~. Kανονικό ~, που έχει τις πλευρές και τις γωνίες του ίσες.

[λόγ. < αρχ. πολύγωνον]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...22   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες