Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολεμοκάπηλος ο [polemokápilos] Ο20α : αυτός που εκμεταλλεύεται τον πόλεμο για να αποκομίσει οφέλη, να κερδοσκοπήσει.
[λόγ. πόλεμ(ος) -ο- + κάπηλος]