Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πογκρόμ το [pogróm] Ο (άκλ.) : βιαιοπραγίες, διωγμοί κατά εθνικών, φυλετικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων: Tο ~ του 1938 κατά των Εβραίων. ~ των Iσραηλινών κατά των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα εδάφη. || (επέκτ.) κάθε σκληρός, βίαιος μαζικός διωγμός, κυνηγητό: H αστυνομία εξαπέλυσε ~ κατά των χρηστών ναρκωτικών.
[λόγ. < γαλλ. pogrom < ρωσ. pogrom `ερήμωση΄]



