Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλουταίνω [pluténo] Ρ7.4α : πλουτίζω. ΠAΡ Mε το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, γι΄ αυτούς που τρέφουν μάταιες, αστήρικτες ελπίδες.
[αρχ. πλουτῶ > πλουτύνω (μεταπλ. -ύνω) > πλουταίνω (μεταπλ. -αίνω)]