Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατωνικός -ή -ό [platonikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του σύστημα: Πλατωνική σκέψη / θεωρία / επίδραση. Πλατωνικά κείμενα. β. (για πρόσ.) που ασπάζεται, που ακολουθεί το φιλοσοφικό σύστημα του Πλάτωνα: Πλατωνικοί φιλόσοφοι. || (ως ουσ.) οι πλατωνικοί, οι φιλόσοφοι που επηρεάστηκαν από τις θεωρίες του Πλάτωνα. 2. για κτ. το αγνό, το μη σαρκικό: ~ έρωτας. Πλατωνικές σχέσεις.
πλατωνικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2. [λόγ.: 1: ελνστ. Πλατωνικός· 2: γαλλ. platonique (στη νέα σημ.) < αρχ. Πλάτων -ique = -ικός]



