Παράλληλη αναζήτηση
| 15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλατυ- [plati] & πλατύ- [platí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι είναι πλατύ, και συχνά πλατύτερο από όσο συνήθ., αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: πλατύφυλλος. || με β' συνθετικό ένα μέρος του σώματος: ~κούτελος, ~πόδαρος, ~πρόσωπος. || εναλλάσσεται με το ευρυ-: ~μέτωπος. ANT στενο-. 2. συχνά σε επιστημονικούς όρους: (ζωολ.) πλατύρρινα, ~ρραμφή· (ιατρ.) ~κεφαλία, ~κνημία.
[1: αρχ. πλατυ- θ. του επιθ. πλατύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. πλατύ-φυλλος, πλατύ-ρρυγχος `με πλατύ μουσούδι΄· 2: λόγ. < νλατ. platy- < λατ. platy- < αρχ. πλατυ-: πλατύ-ποδα < νλατ. platypoda]
- πλατύγυρος -η -ο [platíjiros] Ε5 : (ιδ. για καπέλο) που έχει πλατύ, φαρδύ γύροI3. || (ως ουσ.) το πλατύγυρο, είδος καπέλου με φαρδύ γύρο, μπορ.
[λόγ. πλατυ- + γύρ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. broad-brimmed]
- πλατυέλμινθες οι [platiélminθes] Ο28 : (ζωολ.) κατηγορία σκουληκιών με πεπλατυσμένο σώμα, που ζουν συνήθ. ως παράσιτα σε ζώα.
[λόγ. < νλατ. platyhelminthes < platy- = πλατυ- + αρχ. ἕλμινς ἡ, πληθ. ἕλμινθες `παρασιτικά σκουλήκια΄]
- πλατυκεφαλία η [platikefalía] Ο25 : η ιδιότητα του πλατυκέφαλου. || (ιατρ.) ανώμαλος σχηματισμός του κρανίου, κατά τον οποίο αυτό είναι πεπλατυσμένο στο πίσω μέρος του.
[λόγ. < γαλλ. platycéphalie < platy- = πλατυ- + αρχ. κεφαλ(ή) -ie = -ία]
- πλατυκέφαλος -η -ο [platikéfalos] Ε5 : που έχει πλατύ κεφάλι, κυρίως στο επάνω μέρος του. || (ως ουσ.) ο πλατυκέφαλος, αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία.
[λόγ. < γαλλ. platycéphale < platy- = πλατυ- + αρχ. κεφαλ(ή) -ος (πρβ. ελνστ. πλατυκέφαλος `μπουλόνι με πλατύ κεφάλι΄)]
- πλατυμέτωπος -η -ο [platimétopos] Ε1 : που έχει πλατύ, μεγάλο μέτωπο.
[λόγ. < ελνστ. πλατυμέτωπος]
- πλάτυνση η [plátinsi] Ο33 : το πλάτεμα.
[λόγ. < αρχ. πλατύν(ω δες στο πλαταίνω) -σις > -ση]
- πλατύποδας ο [platípoδas] Ο5 : αυτός που πάσχει από πλατυποδία.
[λόγ. < ελνστ. πλατύπους, αιτ. -ποδα]
- πλατυποδία η [platipoδía] Ο25 : η ιδιότητα του πλατύποδα. || (ιατρ.) μη φυσιολογική διάπλαση του πέλματος του ποδιού, που συνίσταται στην έλλειψη ή στην ελαττωματική διαμόρφωση της καμάρας: Φοράει ορθοπεδικά παπούτσια, γιατί έχει ~.
[λόγ. πλατυποδ- (δες πλατύποδας) -ία]
- πλατύς -ιά -ύ [platís] Ε7 : 1. που έχει αρκετά μεγάλο πλάτος, φάρδος· ευρύς. ANT στενός: ~ δρόμος. Πλατύ ποτάμι / μέτωπο. Δέντρο με πλατιά φύλλα. (έκφρ.) φαρδύς* ~. 2. (μτφ.) α. που είναι ανοιχτός, ευρύς, όχι περιορισμένος: Έχει πλατιές αντιλήψεις για διάφορα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα. Δημιουργήθηκε ένα πλατύ φιλειρηνικό κίνη μα. Xρησιμοποιώ έναν όρο με την πλατιά του έννοια. β. που είναι εμπερι στατωμένος, διεξοδικός, εξαντλητικός: Έγινε μια πλατιά ανάλυση του θέματος. γ. που είναι εγκάρδιος: Πλατύ χαμόγελο. δ. μεγάλης έκτασης: Tο έργο του συγγραφέα είχε πλατιά αναγνώριση. Πλατιά διάδοση ιδεών. || (ειδ., πολ.): Πλατιά ολομέλεια της Kεντρικής Επιτροπής του KKΕ, με διευρυμένη σύνθεση των μελών της.
πλατιά ΕΠIΡΡ. (έκφρ.) φαρδιά* ~. [αρχ. πλατύς]



