Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλανάρω [planáro] -ομαι & πλανιάρω [pla
áro] -ομαι Ρ6 : πλανίζω. [βεν. planar(e) -ω· πλάνι(α) (παράλλ. τ. του πλάνη 2 ίσως < υστλατ. *plania παράλλ. τ. του plana δες στο πλάνη 2) -άρω]