Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαγιοδρομώ [plajioδromó] Ρ10.9α : (ναυτ., για ιστιοφόρα) πλέω με τον άνεμο στα πλάγια του σκάφους.
[λόγ. πλαγιο- + δρόμ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. courir vent de travers]