Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πι
218 εγγραφές [201 - 210]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσαρία η [pitsaría] Ο25 : κατάστημα που παρασκευάζει και προσφέρει κυρίως πίτσα.

[πίτσ(α) -αρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσικάτο το [pitsikáto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) τεχνική στο παίξιμο των εγχόρδων με δοξάρι, κατά την οποία ο εκτελεστής παίζει τραβώντας τις χορδές με τα άκρα των δαχτύλων του.

[ιταλ. pizzicato]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πίτσικο το [pítsiko] Ο41 : (προφ.) μικρό παιδί, που δεν έχει μεγα λώσει ακό μα.

[τουρκ. piç `μπάσταρδο, παραφυάδα΄ -ικο, ουδ. του -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσίλα η [pitsíla] Ο25 : η πιτσιλάδα. || (σπάν.) η πιτσιλιά.

[πιτσιλ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσιλάδα η [pitsiláδa] Ο25α : στίγμα, κηλίδα στην ανθρώπινη επιδερμίδα· φακίδα, πανάδα: Πρόσωπο / σώμα / δέρμα γεμάτο πιτσιλάδες.

[πιτσίλ(α) -άδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσιλητό το [pitsilitó] Ο38 : το πιτσιλιστό.

[πιτσιλη- (πιτσιλώ) -τό, ουδ. του -τός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσιλιά η [pitsilá] Ο24 : 1. κηλίδα, λεκές, που σχηματίζεται από σταγόνες υγρού, που εκτοξεύονται σε μια επιφάνεια: Tα ρούχα του είναι γεμά τα πιτσιλιές από αίμα / λασπόνερα / μπογιά / μελάνι. 2. σταγόνες υγρού, που εκτοξεύονται με ορμή.

[πιτσιλ(ίζω) ή πιτσιλ(ώ) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσιλίζω [pitsilízo] -ομαι Ρ2.1 & πιτσιλώ [pitsiló] -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : εκτοξεύω με ορμή σταγόνες υγρού ή υδαρούς ουσίας σε κπ. ή σε κτ. με αποτέ λεσμα να το(ν) βρέξω, να το(ν) λερώσω: Tο αυτοκίνητο που πέρασε μας πιτσίλισε με λασπόνερα. Tα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα από / με αίμα / μπογιά / μελάνι.

[ίσως ελνστ. πιτυλίζω `τινάζω συνεχώς με τα χέρια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] · πιτσιλ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. πιστιλισ-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσίλισμα το [pitsílizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιτσιλίζω.

[πιτσιλισ- (πιτσιλίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσιλιστός -ή -ό [pitsilistós] Ε1 : που γίνεται με πιτσίλισμα: Πιτσιλιστό επίχρισμα τοίχου. || (ως ουσ.) το πιτσιλιστό, μέθοδος με την οποία στρώνεται ένα υδαρές επίχρισμα. πιτσιλιστά ΕΠIΡΡ.

[πιτσιλισ- (πιτσιλίζω) -τός]

< Προηγούμενο   1... 18 19 20 [21] 22   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες