Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετρόλ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρόλ [petról] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του κυμαίνεται ανάμεσα στο μπλε και στο πράσινο: ~ ύφασμα. || (ως ουσ.) το πετρόλ, το πετρόλ χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. bleu pétrole]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες