Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιτοιχίζω [peritixízo] -ομαι Ρ2.1 : περιβάλλω, περιφράσσω ένα χώρο με τοίχο· (πρβ. περιτειχίζω).
[λόγ. περι- τοίχ(ος) -ίζω κατά το περιτειχίζω]