Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιοδεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιοδεύω [perioδévo] Ρ5.1α : επισκέπτομαι διαδοχικά διάφορους τόπους (μιας περιοχής) για ορισμένο σκοπό: Tην τελευταία εβδομάδα πριν από τις εκλογές περιόδευσε στις πόλεις της Mακεδονίας. Kατά τη θερινή περίοδο ο θίασος περιοδεύει στην επαρχία.

[λόγ. < ελνστ. περιοδεύω, αρχ. σημ.: `περιπολώ΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιοδεύων -ουσα -ον [perioδévon] Ε12 : (λόγ.) που περιοδεύει: ~ θίασος. Περιοδεύοντες αντιπρόσωποι / πωλητές. || (ως ουσ., στρατ.) το περιοδεύον, συμβούλιο επιλογής οπλιτών.

[λόγ. μεε. του περιοδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες