Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιλούζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιλούζω [perilúzo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. περιέλουσα, απαρέμφ. περιλούσει : α. βρέχω κπ. ή κτ. από παντού και πολύ· περιβρέχω. β. (μτφ.) εκστομίζω προς κπ. πολλές βρισιές: Tον περιέλουσε (με ύβρεις). Tον περιέλουσε για τα καλά.

[λόγ. < ελνστ. περιλούω μεταπλ. κατά το λούω > λούζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες