Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιδρομιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιδρομιάζω [periδromnázo] Ρ2.1α : (προφ., περιγελαστικά ή και κάπως επιτιμητικά) τρώω μεγάλη ποσότητα φαγητού: Φάε, αλλά μην περιδρομιάσεις πάλι· ΣYN ΦΡ τρώω τον περίδρομο. || (περιπαικτική πρόσκληση για φαγητό): Άντε, περιδρομιάστε.

[περίδρομ(ος) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες