Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντακοσάρικο το [pendakosáriko] Ο41 : 1. χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών: Aποσύρονται από την κυκλοφορία τα παλιά πεντακοσάρικα. 2. το πεντακοσάρι.
[πεντακόσ(α) -άρικο]