Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παχύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παχύνω [paxíno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) παχαίνω, κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. < αρχ. παχύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες