Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατινάρω 1 [patináro] Ρ6α : I. κάνω πατινάζ, τρέχω σε ειδική πίστα με τροχοπέδιλα ή με παγοπέδιλα. II. (τεχν., οικ.) για επιφάνειες που δεν παρουσιάζουν επαρκή πρόσφυση, με αποτέλεσμα να γλιστρά η μία επάνω στην άλλη.
[I: πατίν(ι) -άρω· ΙΙ: σημδ. γαλλ. patiner]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατινάρω 2, -ομαι Ρ6 : καλύπτω μια επιφάνεια με πατίνα: Έπιπλα πατιναρισμένα.
[πατίν(α) -άρω]