Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατατούκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατατούκα η [patatúka] Ο25α : είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού. || (επέκτ., οικ.) πολύ χοντρό παλτό.

[βεν. patatuc(o) κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες