Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πασχάλιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασχάλιο το [pasxálio] Ο42 : (εκκλ.) ειδικό εκκλησιαστικό ημερολόγιο με την ημερομηνία του Πάσχα και με τις ημερομηνίες των κινητών εορτών: Tο ~ του έτους 1900.

[λόγ. < μσν. πασχάλιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. πασχάλιος `του Πάσχα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go