Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παροδικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παροδικός -ή -ό [paroδikós] Ε1 : που εμφανίζεται, που υπάρχει ή που διαρκεί για περιορισμένο χρόνο και κατόπιν χάνεται· που έχει περιορισμένη διάρκεια: Παροδικά φαινόμενα. Παροδική εμφάνιση. Ήταν ένας ~ πόνος. Παροδική αμνησία. Παροδική οικονομική κρίση. Παροδική βελτίωση του καιρού. Παροδική μπόρα. παροδικά & (λόγ.) παροδικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. παροδικός, παροδικῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go