Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραωριμάζω [paraorimázo] Ρ2.1α μππ. παραωριμασμένος : 1. (για καρπούς) ωριμάζω υπερβολικά, περισσότερο από το κανονικό, από όσο πρέπει: Οι μπανάνες μού αρέσουν παραωριμασμένες. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) έχω περάσει την ακμή της ηλικίας μου. β. (για πργ.) φτάνω σε πολύ προχωρημένο στάδιο: H υπόθεση παραωρίμασε· είναι πια καιρός να δοθεί μια λύση.
[παρα- 2 + ωριμάζω]



