Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραφθείρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραφθείρω [parafθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέφθειρα, απαρέμφ. παραφθείρει, παθ. αόρ. παραφθάρθηκα και παραφθάρηκα, απαρέμφ. παραφθαρθεί και παραφθαρεί, μππ. παραφθαρμένος και παρεφθαρμένος* : προξενώ (μικρή, ελαφρά) φθορά, αλλοίωση σε κτ., το αλλάζω προς το χειρότερο: Έχει παραφθαρεί η γλώσσα με την προσθήκη πολλών ξένων λέξεων. Mιλάει μια παραφθαρμένη διάλεκτο.

[λόγ. < ελνστ. παραφθείρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες