Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρατυπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρατυπώ [paratipó] Ρ10.9α : ενεργώ κατά παράβαση των τύπων, των κανόνων, κάνω παρατυπία.

[λόγ. παράτυπ(ος) -ώ (διαφ. το ελνστ. παρατυποῦμαι `πλαστογραφώ΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες