Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρασκοτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρασκοτίζω [paraskotízo] -ομαι Ρ2.1 : συμπεριφέρομαι κατά τρόπο που ενοχλεί, που κουράζει, που ζαλίζει κπ.: Mη με παρασκοτίζεις κι εσύ με την πολυλογία σου.

[παρα- 1 σκοτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες