Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρασκευάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρασκευάζω [paraskevázo] -ομαι Ρ2.1 : παράγω, φτιάχνω, ετοιμάζω κτ. κυρίως με τη συνένωση, το ανακάτεμα, τη μείξη διάφορων συστατικών, ουσιών: ~ φαγητό / φάρμακο / ποτό. Προϊόντα που παρασκευάζονται στην Ελλάδα. Προτιμώ τα γλυκά που είναι παρασκευασμένα με αγνά υλικά. || (χημ.) παράγω κτ. με χημικές μεθόδους: Οι μαθητές μαθαίνουν να παρασκευάζουν στο εργαστήριο οξυγόνο και υδρογόνο.

[λόγ. < αρχ. παρασκευάζω `ετοιμάζω, προμηθεύω΄ & σημδ. γαλλ. préparer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go