Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπληγικός -ή -ό [paraplijikós] Ε1 : που πάσχει από παραπληγία. || (ως ουσ.) ο παραπληγικός.
[λόγ. < γαλλ. paraplégique < αρχ. παραπληγικός `ημιπληγικός΄]



