Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπλέω [parapléo] Ρ αόρ. παρέπλευσα, απαρέμφ. παραπλεύσει : πλέω περνώντας παράλληλα και σε μικρή απόσταση από κτ.: Mπήκαμε στον κόλπο παραπλέοντας το ακρωτήριο.
[λόγ. < αρχ. παραπλέω]



