Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπίνω [parapíno] Ρ αόρ. παράπια και παραήπια, απαρέμφ. παραπιεί : πίνω υπερβολικά, συνήθ. για οινοπνευματώδες ποτό: Παράπιες πάλι και τώρα δεν μπορείς να σηκωθείς. Παραήπιαμε χθες βράδυ και πονάει το κεφάλι μου.
[παρα- 2 + πίνω]



