Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλληλόγραμμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραλληλόγραμμος -η -ο [paralilóγramos] Ε5 : α. (για επιφάνειες) που ορίζεται από ανά δύο παράλληλες μεταξύ τους γραμμές. β. (ως ουσ., γεωμ.) το παραλληλόγραμμο: β1. επίπεδο τετράπλευρο σχήμα με παράλληλες τις απέναντι πλευρές: Ορθογώνιο / πλάγιο παραλληλόγραμμο. β2. όργανο για τη χάραξη παράλληλων γραμμών.

[λόγ. < ελνστ. παραλληλόγραμμος, τό παραλληλόγραμμον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες