Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρακινδυνεύω [parakinδinévo] Ρ5.1α συνήθ. στη μππ. παρακινδυνευμένος : επιχειρώ, αποτολμώ ενέργειες που εμπεριέχουν υψηλό κίνδυνο· ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω: Παρακινδυνευμένες ενέργειες / πράξεις / εκτιμήσεις. Παρακινδυνευμένα συμπεράσματα, που περιέχουν μεγάλες πιθανότητες λάθους.
[λόγ. < αρχ. παρακινδυνεύω]



