Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακεντώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακεντώ [parakendó] Ρ10.1α : κάνω σε κπ. παρακέντηση.

[λόγ. < ελνστ. παρακεντῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες