Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραθείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραθείο το [paraθío] Ο39 : γεωργικό φάρμακο, ισχυρό εντομοκτόνο: Δηλητηρίαση από ~.

[λόγ. < διεθ. parathion < para- = παρα- 1 + thion < αρχ. θεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες