Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραζεσταίνω [parazesténo] -ομαι Ρ7.1 : ζεσταίνω υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, από το κανονικό ή από το συνηθισμένο: Tο παραζέστανες το νερό / το φαΐ. Έβαλα πολλά ρούχα και παραζεστάθηκα. Παραζεστάθηκε η μηχανή του αυτοκινήτου.
[παρα- 2 + ζεσταίνω]



