Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραζαλίζω 1 [parazalízo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ σε κπ. αναστάτωση, ταραχή, σύγχυση ή κούραση με συνεχείς ενοχλήσεις: Σκάσε, γιατί με παραζάλισες. Έφυγα παραζαλισμένος από τη φασαρία.
[παραζάλ(η) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραζαλίζω 2, -ομαι : ζαλίζω κπ. υπερβολικά: Mε παραζάλισε το κρασί.
[παρα- 2 + ζαλίζω]



