Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραείμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραείμαι [paraíme] Ρ (βλ. είμαι) : διαθέτω μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό σε βαθμό μεγαλύτερο από το συνηθισμένο, από το κανονικό: Παραείναι τίμιος / ευσυνείδητος / βλάκας / σχολαστικός / χοντρός / σπάταλος / τσιγκούνης.

[παρα- 2 + είμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες