Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραδέρνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Αμτβ.
- α) υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι:
- έπαθα κι επαράδειρα και πάντα παραδέρνω (Περί ξεν. 47· Θυσ. 751)·
- β) μοχθώ, κοπιάζω:
- Αν εν κι ο ζευγαλάτης παραδέρνει όλον τον χρόνον (Κυπρ. ερωτ. 209)·
- γ) αντέχω:
- Ήτον κι ο Μέγας Μάστορας εις την καρδίαν λέων, … στους κόπους επαράδερνεν ουδ’ έγνωθεν δειλίαν (Αχέλ. 517)·
- δ) τριγυρνώ, περιπλανιέμαι:
- Ξένε μου πού ευρίσκεσαι; Ξένε πού παραδέρνεις; (Περί ξεν. 314).
- α) υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι:
- Β́ (Μτβ.) ταλαιπωρώ, βασανίζω:
- (Αλεξ. 1978)·
- πρόσεχε την καρδίαν σου να μη την παραδείρει κύμα της ασχολήσεως (Λίβ. Sc. 332).
- Ά Αμτβ.
- IΙ. (Μέσ.) υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, πάσχω:
- πολλά επαραδάρτησαν (ενν. οι Γενουβίσοι) και ψέματα εκοπιάσαν (Μαχ. 44214· Συναδ. φ. 112r).
- Η μτχ. παρκ ως επίθ. =
- α) ταλαιπωρημένος, βασανισμένος:
- κείτεται … αρρωστημένος, άμορφος, πολλά παραδαρμένος (Ιμπ. (Legr.) 828)·
- β) κακομοίρης, άθλιος:
- από κοιλίας μητρός αστοχημένος και εις τα καλά σου παραδαρμένος, ω σπανέ (Σπανός A 154).
- α) ταλαιπωρημένος, βασανισμένος:
[<παρα‑ + δέρνω· πβ. αρχ. παραδέρω με διαφ. σημασ. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδέρνω 1 [paraδérno] Ρ αόρ. παράδειρα, απαρέμφ. παραδείρει, μππ. παραδαρμένος : 1. (για πρόσ.) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποφέρω αντιμετωπίζοντας πολλά και δύσκολα προβλήματα, αντιξοότητες κτλ. 2. (για πλεούμενα) χτυπιέμαι από τα κύματα, κλυδωνίζομαι: Tο καΐκι παράδερνε στο φουρτουνιασμένο πέλαγος.
[μσν. παραδέρνω < παρα- 1 δέρνω (διαφ. το αρχ. παραδέρω `γδέρνω΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραδέρνω 2 Ρ αόρ. παραέδειρα, απαρέμφ. παραδείρει : δέρνω υπερβολικά.
[παρα- 2 + δέρνω]



