Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραγερνώ [parajernó] & -άω Ρ10.4α & παραγεράζω [parajerázo] Ρ2.1α μππ. παραγερασμένος : γίνομαι πολύ γέρος: Παραγέρασε πια και ούτε βλέπει ούτε ακούει καλά. || κάνω κπ. να γεράσει πολύ: Mας παραγέρασαν τα βάσανα και οι ταλαιπωρίες.
[παρα- 2 + γερνώ, γεράζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραγέρνω.
-
- Γέρνω λίγο:
- Ο Φιλοπάππους δεύτερον άλλη σπαθιά του σέρνει. Ο Διγενής αφ’ την μεριά την άλλη παραγέρνει (Διγ. O 2606).
[<παρα‑ + γέρνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κυπρ.]
- Γέρνω λίγο:



