Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβαραίνω [paravaréno] Ρ7.4α : 1. κάνω κτ. περισσότερο βαρύ από όσο πρέπει, από το κανονικό, φορτώνω κτ. με υπερβολικό βάρος: Tο παραβάρυνες το τσουβάλι και δεν μπορώ να το σηκώσω. Έφαγα πολύ και παραβάρυνα το στομάχι μου. 2. (μτφ.) ενοχλώ, κουράζω κπ. υπερβολικά: Δε θέλω να σας παραβαρύνω. 3. αποκτώ μεγάλο, υπερβολικό βάρος: Παραβάρυνε από το πολύ φαΐ και το καθισιό. || γίνομαι δυσκίνητος, εξαντλούμαι (από γερατειά κτλ.): Γέρασε πολύ πια και παραβάρυνε.
[παρα- 2 + βαραίνω]



