Παράλληλη αναζήτηση
| 652 εγγραφές [621 - 630] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφράζω [parafrázo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. παρέφρασα, απαρέμφ. παραφράσει : 1. μεταγλωττίζω κτ. ελεύθερα, μεταφράζω κτ. όχι κατά λέξη αλ λά αποδίδοντας το νόημα. 2. παραλλάζω, προσαρμόζω λόγια, φράσεις, ρήσεις, έτσι ώστε να εξυπηρετούν δικές μου εκφραστικές ανάγκες: Πολλοί, για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση, πιστεύουν πως ό,τι λάμπει είναι χρυσός.
[λόγ. < ελνστ. παραφράζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράφραση η [paráfrasi] Ο33 : 1. ελεύθερη απόδοση του νοήματος γραπτού ή προφορικού λόγου. 2. παραλλαγή, προσαρμογή λόγων, φράσεων, ρήσεων για την εξυπηρέτηση εκφραστικών αναγκών. || (μουσ.) διασκευή μουσικού έργου.
[λόγ. < ελνστ. παράφρα(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράφρονας [paráfronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : παράφρων: Ο Xίτλερ χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ~ εγκληματίας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. παράφρων, αιτ. -ονα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφρονώ [parafronó] Ρ10.9α : (ιατρ.) παθαίνω ισχυρή διανοητική και ψυχική διαταραχή, χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι. || (με υπερβολή): Πρέπει να ηρεμήσω και να ξεκουραστώ, γιατί κοντεύω να παραφρονήσω.
[λόγ. < αρχ. παραφρονῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφροσύνη η [parafrosíni] Ο30 : 1. (ιατρ.) ισχυρή διανοητική και ψυχική διαταραχή, τρέλα. 2. (με υπερβολή) α. ασύνετη, αλόγιστη ενέργεια: Aυτό που πας να κάνεις είναι καθαρή ~. β. κατάσταση που προκύπτει από την απώλεια, από την έλλειψη λογικού ελέγχου, διανοητικής ή ψυχικής ισορροπίας: Mέσα στην ~ του, είπε και έκανε πράγματα υπερβολικά. Mετά τη νίκη της ομάδας επικράτησε μια γενική ~, υπερβολική χαρά, ενθουσιασμός.
[λόγ. < αρχ. παραφροσύνη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράφρων -ων -ον [paráfron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει απωλέσει τη διανοητική και ψυχική του ισορροπία, τρελός: H αστυνομία συνέλαβε τον παράφρονα εγκληματία. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. παράφρων]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφυάδα η [parafiáδa] Ο26 : 1. (βοτ.) νέος βλαστός που φυτρώνει από τη ρίζα ενός φυτού ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού του· παραβλάστημα: Πολλά φυτά πολλαπλασιάζονται με παραφυάδες. 2. (μτφ.) α. για κτ. που αναπτύσσεται με βάση, με κέντρο έναν κύριο κορμό· παρακλάδι: Οργάνωση με παραφυάδες σ΄ όλο τον κόσμο. β. βουνό που έχει διαφορετική κατεύθυνση και έτσι προεξέχει από την κεντρική οροσειρά στην οποία ανήκει.
[λόγ. < αρχ. παραφυάς, αιτ. -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφύλαγμα το [parafílaγma] Ο49 : η ενέργεια του παραφυλάω.
[παραφυλακ- (παραφυλάω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] (διαφ. το ελνστ. παραφύλαγμα `που πρέπει να το αποφεύγεις΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφυλάω [parafiláo] Ρ10.6α & παραφυλάγω [parafiláγo] Ρ3α : παρακολουθώ κρυφά και συστηματικά κπ. περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία για να δράσω, να του επιτεθώ· παραμονεύω: Tον παραφύλαξαν ένα βράδυ και του επιτέθηκαν. || Πέρασε τρεις νύχτες άγρυπνος παραφυλάγοντας.
[αρχ. παραφυλάσσω `φυλάω, παρατηρώ προσεχτικά΄, κατά το φυλάσσω > φυλάγω και αποβ. του μεσοφ. [γ] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράφυλλο το [paráfilo] Ο40 : (βοτ.) μικρή (φυλλώδης, αγκαθωτή, ελικοειδής κτλ.) απόφυση στη βάση των φύλλων διάφορων φυτών.
[λόγ. παρα- 1 φύλλον (διαφ. το ελνστ. παράφυλλον `περιοχή΄)]



