Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρά
652 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Κριαρά]
παραβάτης ο.
  • α) Αυτός που παραβαίνει νόμο ή συμφωνία, που δεν κρατά τον όρκο ή την υπόσχεσή του, παραβάτης:
    • (Κορων., Μπούας 50), (Διγ. Z 602
  • β) (προκ. για θρησκευτική πίστη) ασεβής, αρνησίθρησκος:
    • (Διγ. Άνδρ. 3384
    • Ω Ιουδαίοι άνομοι, ω φάλσοι παραβάται (Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 33
  • γ) (προκ. για αθέτηση ερωτικών όρκων):
    • (Διγ. Άνδρ. 3712).

[αρχ. ουσ. παραβάτης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβατικός -ή -ό [paravatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην παράβαση ή στον παραβάτη: H παραβατική συμπεριφορά των νέων.

[λόγ. < ελνστ. παραβατικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβατικότητα η [paravatikótita] Ο28 : η τάση για παραβίαση θεσμών, κανόνων κτλ.: H ~ της σημερινής νεολαίας.

[λόγ. παραβατικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Κριαρά]
παραβάτισσα η.
  • Αυτή που δεν υπακούει σε κ., που παραβαίνει κ.·
  • (εδώ) αμαρτωλή:
    • η παραβάτισσα η Εύα (Συναξ. γυν. 55).

[<ουσ. παραβάτης + κατάλ. ‑ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
παραβατόν το.
  • (Για αρματοδρομίες) παράλληλη κούρσα δύο αρμάτων και προσπέραση του ενός από το άλλο:
    • εκαθέζου και έβλεπες πώς τρέχουν αι καρούχαι, … και τίνα το παραβατόν και τίνα το της πρόβας (Προδρ. IV 82).

[ουδ. του αρχ. επιθ. παραβατός ως ουσ. Η λ. το 10. αι. (TLG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβγάζω 1 [paravγázo] Ρ αόρ. παραέβγαλα και παράβγαλα, απαρέμφ. παραβγάλει : 1. βγάζω κτ. (προς τα έξω) περισσότερο από το κανονικό, από όσο πρέπει. 2. παράγω κτ. σε υπερβολή (ως προς την ποσότητα, το χρόνο κτλ.).

[παρα- 2 + βγάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβγάζω 2 Ρ αόρ. παράβγαλα, απαρέμφ. παραβγάλει : συνοδεύω ως ένα σημείο κπ. που φεύγει: Tον παράβγαλε ως την πόρτα.

[παρα- 1 βγάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
παραβγαίνω.
  • 1) (Αμτβ.) βγαίνω λίγο έξω:
    • Αβγά εγέννα δίκροκα (ενν. η όρνιθα), … να παραβγεί την πόρτα της δεν ήθελε ν’ αφήσει (ενν. η χήρα) (Γαδ. διήγ. 256).
  • 2) (Αμτβ., μτβ. και με εμπρόθ.) παρεκκλίνω ηθικά, παρανομώ, παραβαίνω, παραβιάζω:
    • Η Εύα … ετάγισέ με εκ τον καρπόν· αυτείνη επαραβγήκε (Πικατ. 503
    • παραβγαίνομεν και το ή κεφάλαιον της εν Καρθαγένῃ αγίας συνόδου (Δαμασκ. Στουδ., Διάλ. 455· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 355r).

[<παρεκβαίνω. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβγαίνω 1 [paravjéno] Ρ αόρ. παραβγήκα, απαρέμφ. παραβγεί : βγαί νω από το σπίτι περισσότερο από το κανονικό, από όσο πρέπει: Aς καθίσουμε και λίγο μέσα· παραβγήκαμε αυτόν το μήνα.

[παρα- 2 + βγαίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβγαίνω 2 : (προφ.) συναγωνίζομαι, αναμετριέμαι με κπ.: Δεν του παραβγαίνει κανείς στη γρηγοράδα / στην τόλμη / στην τέχνη. Παραβγαίνουμε στο τρέξιμο;

[παρα- 1 βγαίνω]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...66   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες