Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράλυτος -η -ο [parálitos] Ε5 : που έχει πάθει παράλυση: Παράλυτο χέρι / πόδι / σώμα. Mετά το ατύχημα έμεινε παράλυτη. H οικονομία της χώρας είναι παράλυτη. || (ως ουσ.) ο παράλυτος, αυτός που έχει (μόνιμη) παράλυση.
[ελνστ. παράλυτος]



