Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράλυτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράλυτος -η -ο [parálitos] Ε5 : που έχει πάθει παράλυση: Παράλυτο χέρι / πόδι / σώμα. Mετά το ατύχημα έμεινε παράλυτη. H οικονομία της χώρας είναι παράλυτη. || (ως ουσ.) ο παράλυτος, αυτός που έχει (μόνιμη) παράλυση.

[ελνστ. παράλυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες