Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παν
440 εγγραφές [401 - 410]
[Λεξικό Κριαρά]
παντρειά η· απανδρειά· πανδρεία· πανδρειά· υπανδρεία· υπαντρεία.
  • 1) Νόμιμη σύζευξη άνδρα και γυναίκας, δεσμός γάμου:
    • να τους εσμίξεις (ενν. θεέ Υμέναιε) και της παντρειάς τους τον καλόν κόμπον να τους εσφίξεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1523]· Φορτουν. Δ́ 348
    • φρ. (συνεκδ.) πλακώνω στρώμα της παντρειάς = παντρεύομαι:
      • (Ροδολ. Ά 608).
  • 2) Θεσμός γάμου:
    • Ευρίσκονται κάποιες διαφορετικές συνήθειες τριγύρου στες υπανδρείες (Χριστ. διδασκ. 492).
  • 3) Τελετή γάμου:
    • Ομπρός στους όποιους βούλομαι τούτη πανδρεία να γένει (Θησ. ΙΒ́ [313]).
  • 4) Διαπραγμάτευση προς σύναψη γάμου, συνοικέσιο:
    • όλα του (ενν. του Δεσπότη) τ’ αφηγήθησαν, … το πώς εκαταστήσασιν την υπαντρείαν εκείνην (Χρον. Μορ. H 3126).
  • 5) Πρόταση γάμου:
    • τη θυγατέρα μου πα νά 'βρω, να τση δώσω λόγο για τούτη την παντρειά, τη γνώμη τση να γνώσω (Ερωφ. Ά 550· Απολλών. 41).

[<ουσ. υπανδρεία (Du Cange, λ. ύπανδρος και σήμ. ποντ.). Οι τ. πανδρεία και πανδρειά στο Du Cange (ό.π., πανδρεία και πανδριά αντίστοιχα). Ο τ. υπαντρεία σε έγγρ. του 17.-18. αι. και σήμ. ποντ. Τ. ‑εία στο Somav. (λ. πανδρία) και σήμ. ποντ., όπου και τ. υπαντρίγια. Τ. παντριγιά στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάντρεμα το [pándrema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παντρεύω, συνήθ. στη σημ. 3· αρμονικό συνταίριασμα, επιτυχής συνδυασμός: Tο ~ των χρωμάτων. Tο ~ του στίχου με τη μουσική.

[παντρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
πάντρεπνα, επίρρ.,
βλ. πάντερπνα.
[Λεξικό Κριαρά]
πάντρεπνος, επίθ.,
βλ. πάντερπνος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντρεύω [pandrévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. φροντίζω (μεσολαβώντας, ή προσφέροντας υπηρεσίες ή μέσα) να συνάψει κάποιος ή κάποια νόμιμο γάμο: Έχει να παντρέψει δύο κόρες. Πάντρεψε την κόρη του με τον υπάλληλό του. || (για τον ιερέα): Tους πάντρεψε ο παπάς της ενορίας τους. || (για τον κουμπάρο): Ποιος θα τους παντρέψει; Θες να μας παντρέψεις;, να γίνεις κουμπάρος μας; 2. (παθ.) παντρεύομαι κπ. ή με κπ., παίρνω για σύζυγο, συνάπτω νόμιμο γάμο με κπ.· (πρβ. νυμφεύομαι): Παντρεύτηκε τον / την τάδε ή με τον / την τάδε. || (πληθ.) για πρόσωπα που συνάπτουν μεταξύ τους γάμο, που γίνονται σύζυγοι: Παντρευόμαστε την Kυριακή. Παντρεύτηκαν με θρησκευτικό γάμο / με προξενιό / από έρωτα. ΠAΡ Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου*. || (μππ.) νυμφευμένος, έγγαμος. ANT ανύπαντρος: Είναι παντρεμένη με τον τάδε. Παντρεμένο ζευγάρι. 3. (μτφ., συνήθ. ενεργ.) κάνω να συνυπάρχουν αρμονικά πράγματα διαφορετικά ή και αντίθετα· συνταιριάζω: Παντρεύει την παράδοση με τις νέες τεχνοτροπίες.

[μσν. παντρεύω < υπανδρεύω (προφ. [nd] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ὕπανδρ(ος) (προφ. [nd] ) -εύω με επέκτ. της σημ. και στον άντρα]

[Λεξικό Κριαρά]
παντρεύω· πανδρεύω· παντρεύγω· υπανδρεύω· υπαντρεύω· β́ πληθ. πρόσ. υποτ. μέσ. αορ. παντρευτήκετε.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ενώνω με γάμο, παντρεύω κάπ.:
        • ο βασιλεύς … τον υπάνδρευσε με του Καντακουζηνού την θυγατέρα (Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 213· Χρον. Μορ. H 8532
        • (εδώ ειρων.):
          • τας καλογραίας σας με τους Τουρκοκαλογέρους μας να παντρέψομεν (Καναν. 277
      • β) αποκαθιστώ, νοικοκυρεύω κάπ.:
        • 'γαπούσαν (ενν. οι πρωτινοί άνθρωποι) τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα (Γεωργηλ., Θαν. 608).
    • 2) (Προκ. για γονείς) παντρολογώ, βρίσκω τον κατάλληλο (ή την κατάλληλη) σύζυγο για το παιδί μου:
      • ο κύρης μου όντε βουληθεί και θε να με παντρέψει … (Ερωτόκρ. Γ́ 1443· Ερωφ. Ά 540).
  • II. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) παντρεύομαι κάπ., συνάπτω γάμο (με κάπ.):
    • παντρεύγεται γεναίκαν οπού του συγγενιάζει (Ασσίζ. 26014· Σουμμ., Ρεμπελ. 172
    • (με εμπρόθ. προσδ.):
      • (Ερωφ. Β́ 427
      • να παντρευτείς με βασιλιό (Ερωτόκρ. Γ́ 473
    • (ως αλληλοπ.):
      • Έλα να παντρευτούμενε κι εμείς τα δυο τα ξένα (Φορτουν. Δ́ 594).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = έγγαμος:
    • οι παντρεμένοι … να μην υπάν αλλού εις άλλην γυναίκα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 380r).

[<υπανδρεύω (<μτγν. επίθ. ύπανδρος). Ο τ. πανδρεύω στο Du Cange (λ. ύπανδρος). Μτχ. πανδρεμένος στο Meursius. O τ. ‑εύγω στο Βλάχ. και μέσ. σήμ. κρητ. και κυπρ. Ο τ. υ‑ σήμ. ποντ. Η λ. στο Du Cange, ό.π., και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντρολόγημα το [pandrolójima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : οι κάθε είδους διαμεσολαβήσεις, ενέργειες, συζητήσεις κτλ. που γίνονται από τρίτους για να δεχτούν κάποιοι να παντρευτούν· (πρβ. προξενιό).

[παντρολογη- (παντρολογώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντρολογώ [pandroloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : (προφ.) προσπαθώ να παντρέψω κπ., του προξενεύω σύζυγο: Tον παντρολογούν, μ΄ αυτός καμιά δε θέλει. Tην παντρολογούν μ΄ έναν πλούσιο έμπορο. || (παθ.) αναζη τώ σύζυγο.

[παντρ(ειά) -ο- + -λογώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάντως [pándos] επίρρ. : 1. με την έννοια της αντίθεσης, στην περίπτωση που ο ομιλητής θέλει να διαχωρίσει τη θέση του ή για να υπερασπιστεί ενέργειες δικές του ή άλλων· μια φορά· (πρβ. τουλάχιστον): Εγώ ~ σας το θύμισα. Εσείς ~ φερθήκατε σωστά. 2. με την έννοια της εναντίωσης: (Εγώ) ~ ό,τι και να λέτε, εξακολουθώ να έχω αντίθετη γνώμη, παρ΄ όλα αυτά. ~, παρόλο που γέρασε, είναι ακόμη γοητευτικός, εντούτοις.

[λόγ. < αρχ. πάντως]

[Λεξικό Κριαρά]
πάντως, επίρρ.· παντώς.
  • 1) Ασφαλώς, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, «όπως κι αν έχει το πράγμα»:
    • (Διγ. Esc. 396), (Προδρ. IV 390).
  • 2) (Με άρν.) καθόλου, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση:
    • (Πουλολ. 342), (Λίβ. Sc. 1552
    • παντώς ουκ έπαθες κακόν (Λίβ. N 2391 (έκδ. ‑ός)).
  • 3) (Σε ισχυρή βεβαίωση) αναμφίβολα, χωρίς άλλο:
    • (Γλυκά, Στ. 320), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 745).
  • 4) Συνεχώς:
    • Πάντως εις όρος πέτεται (ενν. το τρυγόνιν) και εις αέραν τρέχει (Λίβ. (Lamb.) N 154).
  • 5) Ολωσδιόλου, εντελώς:
    • πάντως ανυπόδητον εάν με επαρηχωρούσαν, να εξέβαινα (Προδρ. IV 146· Ερμον. Ρ 240).
  • 6) Ωστόσο:
    • Πάντως, ας το ηξεύραμεν … και να την (ενν. την κόρη) απεβγάλαμεν ως πρέπει (Διγ. Esc. 1019).

[αρχ. επίρρ. πάντως. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 39 40 [41] 42 43 44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες