Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανόσιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
πανόσιος, επίθ.· υπερθ. πανοσιότατος.
  • α) Άγιος, ιερός στον υπέρτατο βαθμό:
    • το πανόσιον σώμα εκήδευσάν το (Προσκυν. Ιβ. 845 1050
  • β) (συν. στον υπερθ.) ως προσηγορία ηγουμένου μονής ή μοναχού:
    • (Προδρ. IV 40
    • τον πανοσιότατον αφέντην πατέρα Πρόχωρον (Βελλερ., Επιστ. 77).

[μτγν. επίθ. πανόσιος. Ο υπερθ. τον 6. αι. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανόσιος -α -ο [panósios] Ε6 : (εκκλ.) οσιότατος, συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό πανοσιότατος ως τιμητική προσηγορία ιερομόναχου και άγαμου κληρικού (συνήθ. αρχιμανδρίτη).

[λόγ. < ελνστ. πανόσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες