Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντρεύω [pandrévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. φροντίζω (μεσολαβώντας, ή προσφέροντας υπηρεσίες ή μέσα) να συνάψει κάποιος ή κάποια νόμιμο γάμο: Έχει να παντρέψει δύο κόρες. Πάντρεψε την κόρη του με τον υπάλληλό του. || (για τον ιερέα): Tους πάντρεψε ο παπάς της ενορίας τους. || (για τον κουμπάρο): Ποιος θα τους παντρέψει; Θες να μας παντρέψεις;, να γίνεις κουμπάρος μας; 2. (παθ.) παντρεύομαι κπ. ή με κπ., παίρνω για σύζυγο, συνάπτω νόμιμο γάμο με κπ.· (πρβ. νυμφεύομαι): Παντρεύτηκε τον / την τάδε ή με τον / την τάδε. || (πληθ.) για πρόσωπα που συνάπτουν μεταξύ τους γάμο, που γίνονται σύζυγοι: Παντρευόμαστε την Kυριακή. Παντρεύτηκαν με θρησκευτικό γάμο / με προξενιό / από έρωτα. ΠAΡ Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου*. || (μππ.) νυμφευμένος, έγγαμος. ANT ανύπαντρος: Είναι παντρεμένη με τον τάδε. Παντρεμένο ζευγάρι. 3. (μτφ., συνήθ. ενεργ.) κάνω να συνυπάρχουν αρμονικά πράγματα διαφορετικά ή και αντίθετα· συνταιριάζω: Παντρεύει την παράδοση με τις νέες τεχνοτροπίες.
[μσν. παντρεύω < υπανδρεύω (προφ. [nd] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ὕπανδρ(ος) (προφ. [nd] ) -εύω με επέκτ. της σημ. και στον άντρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- παντρεύω· πανδρεύω· παντρεύγω· υπανδρεύω· υπαντρεύω· β́ πληθ. πρόσ. υποτ. μέσ. αορ. παντρευτήκετε.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Ενώνω με γάμο, παντρεύω κάπ.:
- ο βασιλεύς … τον υπάνδρευσε με του Καντακουζηνού την θυγατέρα (Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 213· Χρον. Μορ. H 8532)·
- (εδώ ειρων.):
- τας καλογραίας σας με τους Τουρκοκαλογέρους μας να παντρέψομεν (Καναν. 277)·
- β) αποκαθιστώ, νοικοκυρεύω κάπ.:
- 'γαπούσαν (ενν. οι πρωτινοί άνθρωποι) τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα (Γεωργηλ., Θαν. 608).
- α) Ενώνω με γάμο, παντρεύω κάπ.:
- 2) (Προκ. για γονείς) παντρολογώ, βρίσκω τον κατάλληλο (ή την κατάλληλη) σύζυγο για το παιδί μου:
- ο κύρης μου όντε βουληθεί και θε να με παντρέψει … (Ερωτόκρ. Γ́ 1443· Ερωφ. Ά 540).
- 1)
- II. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) παντρεύομαι κάπ., συνάπτω γάμο (με κάπ.):
- παντρεύγεται γεναίκαν οπού του συγγενιάζει (Ασσίζ. 26014· Σουμμ., Ρεμπελ. 172)·
- (με εμπρόθ. προσδ.):
- (Ερωφ. Β́ 427)·
- να παντρευτείς με βασιλιό (Ερωτόκρ. Γ́ 473)·
- (ως αλληλοπ.):
- Έλα να παντρευτούμενε κι εμείς τα δυο τα ξένα (Φορτουν. Δ́ 594).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = έγγαμος:
- οι παντρεμένοι … να μην υπάν αλλού εις άλλην γυναίκα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 380r).
[<υπανδρεύω (<μτγν. επίθ. ύπανδρος). Ο τ. πανδρεύω στο Du Cange (λ. ύπανδρος). Μτχ. πανδρεμένος στο Meursius. O τ. ‑εύγω στο Βλάχ. και μέσ. σήμ. κρητ. και κυπρ. Ο τ. υ‑ σήμ. ποντ. Η λ. στο Du Cange, ό.π., και σήμ.]
- I. Ενεργ.