Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανταχούσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανταχούσα η [pandaxúsa] & απανταχούσα η [apandaxúsa] Ο25 : (προφ.) οποιοδήποτε έγγραφο (μήνυμα, ειδοποίηση κτλ.), συνήθ. από επίσημη αρχή, το οποίο απαιτεί από τον παραλήπτη να πράξει κτ. δυσάρεστο ή δύσκολο γι΄ αυτόν: Mου ΄ρθε μια ~ από την εφορία να εξοφλήσω τα χρέη, αλλιώς μου κλείνουν το μαγαζί.

[απανταχ(ού) -ούσα < λόγ. φρ. τοις απανταχού ορθοδόξοις, αρχή εγκυκλίου πατριαρχών ή μητροπολιτών (απανταχού: λόγ. < αρχ. ἀπανταχοῦ `παντού΄) και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ap > miap > mi-ap] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες