Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πανσιόν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανσιόν η [pansxón] Ο (άκλ.) : μικρή επιχείρηση (και το οίκημα) που προσφέρει, έναντι αμοιβής, διαμονή και διατροφή: Πολυτελής ~. ~ για ηλικιωμένους· (πρβ. γηροκομείο). || (ειδικότ.) Tιμή ~, αντίτιμο για διαμονή και διατροφή σε ξενοδοχείο.

[λόγ. < γαλλ. pension]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go