Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανέ
68 εγγραφές [61 - 68]
[Λεξικό Κριαρά]
πανεύσπλαχνος, επίθ.
  • (Προκ. για το Θεό) πολυεύσπλαχνος, ευσπλαχνικότατος:
    • (Διγ. Z 4366).

[<παν‑ + επίθ. εύσπλαχνος]

[Λεξικό Κριαρά]
πανεύστοχος, επίθ.
  • Πολύ εύστοχος:
    • πανεύστοχοι τοξόται (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1067).

[<παν‑ + αρχ. επίθ. εύστοχος]

[Λεξικό Κριαρά]
πανευτελής, επίθ.
  • Εντελώς ασήμαντος, ανάξιος λόγου, μηδαμινός:
    • (Διγ. Gr. 1993).

[<παν‑ + επίθ. ευτελής. Η λ. στη Σούδα]

[Λεξικό Κριαρά]
πανευτυχής, επίθ.· υπερθ. πανευτυχέστατος· γεν. εν. αρσ. πανευτυχού.
  • 1)
    • α) Πολύ ευτυχισμένος:
      • βασιλεύς, …, πλούσιος και πανευτυχής (Θησ. (Foll.) I 6
    • β) (ο θετ. και υπερθ. του επιθ. ως επίθ. βασιλέων και ευγενών):
      • βασιλικῄ προστάξει Ρωμανού του πανευτυχούς (Διγ. Z 1319· Προδρ. II 96‑4 χφ H κριτ. υπ.), (Λίβ. Esc. 4329
    • γ) (προκ. για νεκρό) αξιομακάριστος:
      • (Διγ. Z 4099).
  • 2)
    • α) (Προκ. για στρατό) νικηφόρος:
      • (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1042
    • β) (προκ. για τοξότη) ικανότατος, πολύ εύστοχος:
      • κυνηγόν πανάριστον, πανευτυχήν δεξιώτην (Βέλθ. 100).

[<παν‑ + επίθ. ευτυχής. Η λ. σε έγγρ. του 11. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανευτυχής -ής -ές [paneftixís] Ε10 : που είναι ευτυχής από κάθε άποψη και σε μέγιστο βαθμό· τρισευτυχισμένος.

[λόγ. < μσν. πανευτυχής < παν- + ευτυχής]

[Λεξικό Κριαρά]
πανεύφημος, επίθ.
— Βλ. και παντεύφημος.
  • 1) Που έχει πολύ καλή φήμη, ξακουστός:
    • (Διγ. Z 1679
    • αρχόντισσες μεγάλες, …, ανέγλυτες, πανεύφημες (Ανακάλ. 73
    • (σε θέση ουσ. ως προσφών. αγαπημένου προσώπου):
      • (Διγ. Z 1870).
  • 2) (Προκ. για άγιο) παμμακάριστος:
    • την εικόνα του πανευφήμου Μάρκου του ευαγγελιστού (Ψευδο-Σφρ. 32415).

[μτγν. επίθ. πανεύφημος]

[Λεξικό Κριαρά]
πανεύφωτος, επίθ.
  • Ολόφωτος, ολόλαμπρος·
    • (σε μεταφ.):
      • Ω ήλιε πανεύφωτε (ενν. η κόρη), … μαζί με τον άνδρα σου θάπτεσαι σήμερον (Διγ. Άνδρ. 41210).

[<παν‑ + επίθ. *εύφωτος (πβ. λ. ευφώτιστος τον 6. αι.)]

[Λεξικό Κριαρά]
πανεύχρηστος, επίθ.
  • Πολύ χρήσιμος, ωφέλιμος· θεραπευτικός:
    • οξούγγιν … ποιούν σκευήν πανεύχρηστον εις τας πληγάς και πάθη (Διήγ. παιδ. 854).

[<παν‑ + επίθ. εύχρηστος]

< Προηγούμενο   1... 3 4 5 6 [7]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες