Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιννοστώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιννοστώ [palinostó] Ρ10.9α : επιστρέφω στην πατρίδα μου, ύστερα από μακρόχρονη απουσία· επαναπατρίζομαι: Είχαν παλιννοστήσει πρόσφατα από το Σουέζ.

[λόγ. < ελνστ. παλινοστῶ `επιστρέφω΄ (ορθογρ. κατά το ελνστ. παλίννοστος `που επιστρέφει΄) σημδ. γαλλ. (se) repatrier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες